(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή PDF, επιλέξτε εδώ)
Πρωτ. 4081
Ἀριθ. Διεκπ. 1797
Ἀθήνησι τῇ 27ῃ Αὐγούστου 2025
ΕΓΚΥΚΛΙΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Πρός
τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν
τίς Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
τό Διορθόδοξο Κέντρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
τήν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
τίς Ἱερές Συνοδικές Μονές καί
τίς Ὑπηρεσίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Κατόπιν θέσεως ἐν ἰσχύι στίς 5.8.2025 τοῦ ἄρθρου 36 τοῦ ν. 5224/2025 (ΦΕΚ Α΄ 14/5.8.2025) μέ τίτλο «Εκκλησιαστικά ιδρύματα - Τροποποίηση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 29 του ν. 590/1977» διά τοῦ παρόντος Ἐγκυκλίου Σημειώματος θέτουμε σέ γνώση σας τήν νέα μορφή τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 29 παρ. 2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ν. 590/1977, Α΄ 146), καθώς καί τίς μεταβατικές ρυθμίσεις τοῦ ἄρθρου 36 παρ. 2 τοῦ ν. 5224/ 2025 γιά τά προϋφιστάμενα ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα.
Ι. Σύσταση ἐκκλησιαστικῶν ἱδρυμάτων.
Μέ τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 29 παρ. 2 τοῦ ν. 590/1977, ὅπως εἶχαν τροποποιηθεῖ μέ τό ἄρθρο 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 5.α τοῦ ν. 4235/2014 (ΦΕΚ Α΄ 32/11.2.2014), ἐπιτράπηκε ρητῶς νά συστήνονται ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα μέ μορφή νομικοῦ προσώπου ἰδιωτικοῦ δικαίου μή κερδοσκοπικοῦ χαρακτῆρα καί προβλέφθηκαν τά ὀκτώ ζητήματα, πού ὀφείλει νά ρυθμίζει ὁ κανονισμός συστάσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἱδρύματος («η επωνυμία, η έδρα, ο σκοπός του και το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που το εκκλησιαστικό ίδρυμα επικουρεί, η διοίκησή του, οι πόροι και οι κανόνες διαχείρισης της περιουσίας του, καθώς και οι όροι διάλυσής του»).
Ὁ ἀνωτέρω νόμος 4235/2014 (ΦΕΚ Α΄ 32/11.2.2014) προσθέτοντας ἐδάφια στήν παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 29 τοῦ ν. 590/1977 ἐπέτρεψε τήν σύσταση ἐκκλησιαστικῶν ἱδρυμάτων ὡς αὐτοτελῶν νομικῶν προσώπων ἰδιωτικοῦ δικαίου (μέ δικό τους ΑΦΜ, περιουσία κ.λπ.) ξεχωριστῶν σέ σχέση μέ τίς Ἱερές Μητροπόλεις. Ἐπίσης μέ μεταβατική διάταξη τοῦ ἄρθρου 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 5.β ἐδαφίου πρώτου τοῦ ἐν λόγῳ νόμου (βλ. κατωτέρω ΙΙ) νομιμοποίησε τά μέχρι τότε ἐκκλ. ἱδρύματα, πού εἶχαν συσταθεῖ ὡς νομικά πρόσωπα, ἐνῶ μέχρι τότε δέν τό προέβλεπε ρητῶς τό ἄρθρο 29 παρ. 2 τοῦ ν. 590/1977.
Πλέον μέ τό ἄρθρο 36 παρ. 1 τοῦ ν. 5224/2025 τροποποιήθηκε ὅπως κατωτέρω ἡ παράγραφος 2 τοῦ ἄρθρου 29 τοῦ ν. 590.1977 (ὑπογραμμίζονται οἱ μεταβολές πού ἐπέφερε τό ἄρθρο 36 παρ. 1 τοῦ ν. 5224/2025):
«2. Τα της οργανώσεως, της διοικήσεως και της εν γένει λειτουργίας των Μητροπόλεων ρυθμίζονται δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Αποφάσεις ρυθμίζουσαι ειδικώς θέματα επί μέρους Μητροπόλεων εκδίδονται κατά τα ανωτέρω, τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως. Η Δ.Ι.Σ. δύναται, κατόπιν σχετικής προτάσεως του επιχώριου Μητροπολίτη, να συστήνει με αποφάσεις της εκκλησιαστικά ιδρύματα για την προαγωγή μη κερδοσκοπικών φιλανθρωπικών, μορφωτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών σκοπών, τα οποία είτε αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και αποκτούν νομική προσωπικότητα από της δημοσιεύσεως της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είτε λειτουργούν ως υπηρεσίες των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Με την απόφαση αυτή εγκρίνεται ο Κανονισμός του εκκλησιαστικού ιδρύματος, ο οποίος περιέχει τους εν γένει κανόνες λειτουργίας και διαχείρισής του, με τους οποίους καθορίζεται οπωσδήποτε η επωνυμία, η έδρα, ο σκοπός του και το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που το εκκλησιαστικό ίδρυμα επικουρεί, η διοίκησή του, οι πόροι και οι κανόνες διαχείρισης της περιουσίας του, καθώς και οι όροι διάλυσής του. Σε περίπτωση διάλυσης του εκκλησιαστικού ιδρύματος, η περιουσία του περιέρχεται αυτοδικαίως στο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, τους σκοπούς του οποίου επικουρεί. Εκκλησιαστικό ίδρυμα που συστήθηκε για τη θεραπεία ορισμένου σκοπού και διαχειρίζεται περιουσία, η οποία διατέθηκε εν ζωή ή αιτία θανάτου σε νομικό πρόσωπο του άρθρου 1 παρ. 4 ειδικά για αυτόν τον σκοπό, δεν μεταβάλλει τον σκοπό του, ει μη μόνον υπό τους όρους του άρθρου 109 του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας για τα κοινωφελή ιδρύματα, αναλόγως εφαρμοζόμενης στην περίπτωση αυτή στα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται αναλόγως στα εκκλησιαστικά Μουσεία της παρ. 5 του άρθρου 45 και στα Ιερά Προσκυνήματα της παρ. 1 του άρθρου 59.
3. Με απόφαση της Δ.Ι.Σ., που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τα εκκλησιαστικά ιδρύματα της παρ. 2 δύναται να συγχωνεύονται σε νέο εκκλησιαστικό ίδρυμα ή να απορροφώνται από άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Με όμοια απόφαση δύναται να διενεργούνται η απόσχιση περιουσίας των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της παρ. 2 και η υπαγωγή της σε άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Η συγχώνευση, απορρόφηση ή απόσχιση του πρώτου και δευτέρου εδαφίου τελούν υπό την επιφύλαξη τήρησης του άρθρου 109 του Συντάγματος για όσες περιουσίες εκκλησιαστικών ιδρυμάτων προέρχονται από δωρεά ή διαθήκη και έχουν αφιερωθεί για ορισμένο σκοπό. Από τη δημοσίευση των αποφάσεων του πρώτου και δεύτερου εδαφίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις κάθε είδους έννομες σχέσεις των συγχωνευόμενων ή απορροφώμενων ιδρυμάτων ή των ιδρυμάτων εκείνων από τα οποία αποσπάται περιουσία, ως προς τις έννομες σχέσεις τους που απορρέουν από την αποσχιζόμενη περιουσία υπεισέρχονται αυτοδικαίως ως οιονεί καθολικοί διάδοχοι τα διάδοχα εκκλησιαστικά ιδρύματα και στα διάδοχα ιδρύματα μεταβιβάζεται αυτοδικαίως η κυριότητα του συνόλου της περιουσίας των συγχωνευόμενων ή αποσπώμενων ιδρυμάτων ή της αποσπώμενης περιουσίας, χωρίς άλλη πράξη ή συμβόλαιο ή αντάλλαγμα. Για τη διαπίστωση της μεταβίβασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων από τα συγχωνευόμενα, απορροφώμενα ιδρύματα και τα ιδρύματα από τα οποία αποσπάται περιουσία προς τα διάδοχα ιδρύματα, ο επιχώριος Μητροπολίτης υποχρεούται σε σύνταξη έκθεσης απογραφής, η οποία περιβάλλεται τον συμβολαιογραφικό τύπο, περιγράφει τα ως άνω εμπράγματα δικαιώματα που περιέρχονται στο κατά περίπτωση διάδοχο ίδρυμα και μαζί με την περίληψή της καταχωρίζεται στα οικεία βιβλία του Ελληνικού Κτηματολογίου. Οι εκθέσεις απογραφής του προηγούμενου εδαφίου δεν αποτελούν μεταβιβαστικές εμπραγμάτων δικαιωμάτων πράξεις. Συντάσσονται και καταχωρίζονται χωρίς φόρους, εισφορές, αμοιβές, δικαιώματα και τέλη.»
Μέ τίς ἀνωτέρω νέες διατάξεις τοῦ ἄρθρου 36 παρ. 1 τοῦ ν. 5224/2025 ἐπιτρέπεται ἡ δυνατότητα νά συστήνονται ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα ὄχι ὡς αὐτοτελῆ νομικά πρόσωπα, ἀλλά ὡς ὑπηρεσίες τῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων δημοσίου δικαίου, καί νά μήν ἔχουν ξεχωριστή νομική προσωπικότητα.
Μέχρι σήμερα συστήνονταν ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα μέ μορφή ὑπηρεσίας, ὡστόσο τό ἄρθρο 29 παρ. 2 τοῦ ν. 590/1977 δέν περιεῖχε εἰδική μνεία αὐτῆς τῆς δυνατότητας καί ἡ σύσταση ὑπηρεσίας συναγόταν σιωπηρῶς ἀπό τό πρῶτο ἐδάφιο τῆς παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 29 ὡς ζήτημα ὀργανώσεως τῆς οἰκείας Μητροπόλεως («2. Τα της οργανώσεως, της διοικήσεως και της εν γένει λειτουργίας των Μητροπόλεων ρυθμίζονται δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως»).
Δεύτερον, οἱ νέες διατάξεις τῆς παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 29 τοῦ ν. 590/1977 ἀναφέρουν ὅτι ἐπιτρέπεται σέ ὅλα τά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), καί ὄχι μόνο στίς Ἱερές Μητροπόλεις, νά συστήνουν θυγατρικά ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα (ὡς θυγατρικά νομικά πρόσωπα ἤ ὡς ὑπηρεσίες τους), ἤτοι στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τίς Ἱερές Μονές, τίς Ἐνορίες, τήν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τό Διορθόδοξο Κέντρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Βεβαίως, ἡ σύσταση ἱδρύματος μέ μορφή ὑπηρεσίας ΝΠΔΔ σημαίνει ὅτι ἡ ὑπηρεσία αὐτή δέν εἶναι ὑποκείμενο δικαιωμάτων καί ὑποχρεώσεων. Ἑπομένως δέν μπορεῖ νά λαμβάνει δικό του ΑΦΜ, δέν μπορεῖ νά ἔχει μερίδα δικαιούχου στό Ἑλληνικό Κτηματολόγιο, δέν παρίσταται στά δικαστήρια σέ ἔνδικες διαφορές πού ἀφοροῦν τήν λειτουργία του, ἀλλά ὑποκείμενο ὅλων τῶν ἐννόμων σχέσεων πού συνδέονται μέ τήν λειτουργία του εἶναι τό οἰκεῖο ΝΠΔΔ, τοῦ ὁποίου τό ἵδρυμα ἀποτελεῖ ὑπηρεσία.
Τρίτον, οἱ νέες διατάξεις θεσπίζουν δυνατότητες εἴτε συγχωνεύσεως ἐκκλησιαστικοῦ ἱδρύματος σέ νέο ἐκκλησιαστικό ἵδρυμα εἴτε ἀπορροφήσεως ἐκκλησιαστικοῦ ἱδρύματος ἀπό ἄλλο ὑφιστάμενο ἐκκλησιαστικό ἵδρυμα εἴτε ἀποσχίσεως περιουσίας ἐκκλησιαστικοῦ ἱδρύματος καί μεταφορᾶς τῆς περιουσίας σέ ἄλλο ἐκκλησιαστικό ἵδρυμα. Οἱ παραπάνω καταστατικές μεταβολές ἱδρυμάτων γίνονται μέ Κανονισμό τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου (ΔΙΣ) μετά ἀπό σχετική εἰσήγηση τοῦ σχεδίου κανονισμοῦ εἴτε ἀπό τόν ἐπιχώριο Μητροπολίτη πρός τήν ΔΙΣ εἴτε ἀπό ἕτερο ἁρμόδιο ὄργανο πρός τήν ΔΙΣ (π.χ. γιά ἵδρυμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἡ ΕΚΥΟ). Ὁπωσδήποτε σέ περίπτωση πού οἱ περιουσίες πού ἀνήκουν στά μετατρεπόμενα ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα προέρχονται ἀπό διαθήκη ἤ δωρεά καί ἔχουν ἀφιερωθεῖ γιά ὁρισμένο κοινωφελῆ σκοπό πρέπει στόν νέο κανονισμό ἀπορροφήσεως, συγχωνεύσεως ἤ ἀποσχίσεως περιουσίας νά ἐπαναλαμβάνεται ὁ σκοπός ἀφιερώσεως τῆς περιουσίας, πού ἀνέφερε ἡ οἰκεία διαθήκη ἤ δωρεά, ὅπως ἐπιβάλλει τό ἄρθρο 109 τοῦ Συντάγματος.
Ἡ ἀπορρόφηση ἤ συγχώνευση ἐκκλησιαστικοῦ ἱδρύματος καί ἡ ἀπόσχιση καί ἡ ὑπαγωγή περιουσίας ἐκκλησιαστικοῦ ἱδρύματος σέ ἄλλο ἐκκλησιαστικό ἵδρυμα θεωρεῖται ὅτι ἔχει ἐπέλθει ἀπό τή δημοσίευση τοῦ Κανονισμοῦ τῆς ΔΙΣ στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως. Ἀπό τή δημοσίευση σέ ΦΕΚ τοῦ τροποποιητικοῦ Κανονισμοῦ ὑπεισέρχονται αὐτοδικαίως στίς οἰκεῖες ἔννομες σχέσεις πού ἀφοροῦν τίς μεταφερόμενες περιουσίες ὡς οἰονεί καθολικοί διάδοχοι τά διάδοχα ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα καί σέ αὐτά τά ἱδρύματα μεταβιβάζεται αὐτοδικαίως ἡ κυριότητα τοῦ συνόλου τῆς περιουσίας τῶν συγχωνευόμενων ἤ ἀποσπώμενων ἱδρυμάτων ἤ τῆς αποσχιζόμενης περιουσίας κατά περίπτωση, χωρίς ἄλλη πράξη ἤ συμβόλαιο ἤ ἀντάλλαγμα.
Πρέπει ὅμως νά συντάσσεται σέ συμβολαιογράφο καί νά ὑπογράφεται ἀπό τόν ἐπιχώριο Μητροπολίτη (ἤ τό κατά περίπτωση ἁρμόδιο ὄργανο ἐποπτείας γιά ἱδρύματα μή ἐποπτευόμενα ἀπό Ἱ. Μητροπόλεις π.χ. τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας) ἔκθεση ἀπογραφῆς πού ἔχει διαπιστωτικό χαρακτῆρα γιά τίς παραπάνω μεταβολές ὅταν αὐτές ἀφοροῦν ἀκίνητα τῶν μετατρεπόμενων ἱδρυμάτων. Ἡ ἔκθεση ἀπογραφῆς καταγράφει τά μεταβιβαζόμενα ἐμπράγματα δικαιώματα ἐπί ἀκινήτου μεταξύ τῶν συγχωνευόμενων, ἀπορροφώμενων ἱδρυμάτων, τῶν ἱδρυμάτων ἀπό τά ὁποῖα ἀποσπᾶται περιουσία ἀφ’ ἑνός καί τῶν διαδόχων ἐκκλησιαστικῶν ἱδρυμάτων ἀφ’ ἑτέρου. Ἡ ἔκθεση ἀπογραφῆς περιγράφει τά ἐμπράγματα δικαιώματα ἐπί τῶν ἀκινήτων πού περιέρχονται στό κατά περίπτωση διάδοχο ἵδρυμα καί ἡ περίληψή της καταχωρίζεται στά οἰκεῖα βιβλία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κτηματολογίου. Οἱ ἐκθέσεις ἀπογραφῆς δέν ἀποτελοῦν πράξεις μεταβιβαστικές ἐμπραγμάτων δικαιωμάτων, συνεπῶς δέν ἀπαιτοῦνται γιά τήν σύνταξή τους τά πιστοποιητικά πού προβλέπονται γιά τίς μεταβιβάσεις ἀκινήτων. Ἐπίσης οἱ ἐκθέσεις ἀπογραφῆς συντάσσονται ἀπό τόν συμβολαιογράφο καί καταχωρίζονται στό Ἑλληνικό Κτηματολόγιο χωρίς φόρους, εἰσφορές, ἀμοιβές, δικαιώματα καί τέλη.
ΙΙ. Προϋφιστάμενα ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα - ὑπηρεσίες.
Μέ τήν μεταβατική διάταξη τοῦ ἄρθρου 36 παρ. 2 τοῦ ν. 5224/2025 προβλέφθηκε ὅτι:
«2. Από την έναρξη ισχύος του πρώτου εδαφίου της περ. β. της υποπαρ. 5 της παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014 (Α’ 32), τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, των οποίων ο κανονισμός σύστασης προέβλεπε ότι συστάθηκαν ως υπηρεσίες εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 (Α’ 146) δεν μετατράπηκαν αυτοδικαίως και αναδρομικώς σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου».
Ἡ παραπάνω διάταξη ἔχει ἀναδρομική ἰσχύ, ἀνατρέχει στήν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ νόμου 4235/2014, ἤτοι στίς 11.2.2014 (ἡμερομηνία δημοσιεύσεως τοῦ ν. 4235/2014 στό ΦΕΚ).
Ἡ διάταξη κρίθηκε ἀπαραίτητη, ὥστε νά διευκρινίσει ὅτι ὁ ν. 4235/2014, ὁ ὁποῖος (μέ τό ἄρθρο 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 5.β. ἐδάφιο πρῶτο) ἀνεγνώρισε αὐτοδικαίως ὡς νομικά πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου τά τότε (11.2.2014) ὑφιστάμενα ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα, τῶν ὁποίων ὁ Κανονισμός ρύθμιζε τά ἀνωτέρω ὀκτώ ζητήματα, δέν εἶχε τό νόημα ὅτι μετατρέπει σέ νομικά πρόσωπα τά παραπάνω ἱδρύματα, στήν περίπτωση πού ὁ σχετικός Κανονισμός τά εἶχε συστήσει ρητῶς ὡς ὑπηρεσίες τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων (συνήθως μέ τόν ὅρο «εξηρτημένη υπηρεσία αυτοτελούς διαχειρίσεως και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος»).
Τό ἐπίμαχο ἄρθρο 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 5.β ἐδάφιο πρῶτο τοῦ ν. 4235/2014 (ΦΕΚ Α΄ 32./11.2.2014) προέβλεψε ὅτι:
«β) Η ισχύς της προηγούμενης ρύθμισης για τα προϋφιστάμενα του παρόντος εκκλησιαστικά Ιδρύματα ανατρέχει στο χρόνο δημοσίευσης κάθε Κανονισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, από τον οποίο χρόνο θεωρείται ότι αυτά έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα».
Πλέον μέ βάση τήν νέα ἀναδρομική διάταξη τοῦ ἄρθρου 36 παρ. 2 τοῦ ν. 5224/2025, ὁρίζεται ὅτι ἀπό τήν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ (11.2.2014) τό παραπάνω ἄρθρο 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 5.β ἐδάφιο πρῶτο τοῦ ν. 4235/2014 ἀνεγνώρισε ὡς νομικά πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου μόνον ἐκεῖνα τά ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα, τῶν ὁποίων οἱ Κανονισμοί συστάσεως ρύθμιζαν τά ἀνωτέρω ὀκτώ ζητήματα καί ἐπιπλέον: α) ὁ οἰκεῖος Κανονισμός συστάσεως ἀνέφερε ὅτι συστήνονται ὡς νομικά πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου, β) ὁ Κανονισμός συστάσεως σιωποῦσε ὡς πρός τήν νομική μορφή τους.
Ἀντιθέτως, ὅσα ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα, κατά τόν Κανονισμό τους, συστάθηκαν ἕως τίς 11.2.2014 ρητῶς ὡς ὑπηρεσίες τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἐνοριῶν κ.λπ., παρέμειναν ὑπηρεσίες καί μετά τόν νόμο 4235/2014 καί δέν μετέβαλαν ποτέ νομική μορφή μετατρεπόμενα σέ νομικά πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου. Συνεπῶς, παραμένουν οἱ οἰκεῖες Ἱερές Μητροπόλεις, Ἐνορίες κ.λπ. ὑποκείμενα τῶν ἐννόμων δικαιωμάτων καί ὑποχρεώσεων πού ἀπορρέουν ἀπό τήν λειτουργία τῶν ἱδρυμάτων – ὑπηρεσιῶν καί παραμένουν καί ὑποκείμενα σέ τυχόν δίκες πού ἀφοροῦν τήν λειτουργία τους.
Ἐντολῇ καί Ἐξουσιοδοτήσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
Ἀρχιμ. Ἰωάννης Καραμούζης